- διευθύνων
- διευθύ̱νων , διευθύνωmakepres part act masc nom sgδιευθύ̱νων , διευθύνωmakepres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διευθύνων σύμβουλος — Ανώτατο στέλεχος ανώνυμης εταιρείας και μέλος του διοικητικού της συμβουλίου, το οποίο του αναθέτει και τα σχετικά διευθυντικά του καθήκοντα. Οι αρμοδιότητές του είναι κατά κύριο λόγο διαχειριστικές αλλά και διοικητικές και ασκούνται μέσα στα… … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
Chief executive officer — Chief Executive redirects here. For other uses, see Chief executive (disambiguation). CEO and CEOs redirect here. For the island, see Ceos. For the musical project, see ceo (musician). A chief executive officer (CEO, American English), managing… … Wikipedia
σύμβουλος — ο, η / σύμβουλος ΝΜΑ αυτός που δίνει συμβουλές, που κάνει υποδείξεις (α. «νομικός σύμβουλος» β. «τεχνικός σύμβουλος» γ. «καί μοι γενοῡ ξύμβουλος», Αριστοφ. δ. «τίς ἔγνω νοῡν κυρίου καὶ τίς αὐτοῡ σύμβουλος ἐγένετο», ΠΔ) νεοελλ. 1. μέλος συμβουλίου … Dictionary of Greek
Γκέιτς, Μπιλ — (William «Bill» Gates,Σιάτλ 1955 –). Αμερικανός ερευνητής τεχνολογίας και επιχειρηματίας. Ο Γ. υπήρξε συνιδρυτής, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Microsoft, μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής λογισμικού υπολογιστών. Σε… … Dictionary of Greek
Κάροδερς, Γουάλας Χιουμ — (Wallace Hume Carothers, Μπέρλινγκτον, Αϊόβα 1896 – Φιλαδέλφεια, Πενσιλβάνια 1937). Αμερικανός χημικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Ιλινόις το 1921 και αφού ολοκλήρωσε το διδακτορικό του (1924) δίδαξε οργανική χημεία στο Ιλινόις και στο… … Dictionary of Greek
Καψάσκης, Κωνσταντίνος — (Ζάκυνθος 1923 – Αθήνα 1993). Τραπεζίτης. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως τραπεζικός το 1942, από την Εμπορική Τράπεζα Αμαλιάδας. Το 1958 προσελήφθη από την Hambros Bank στο Λονδίνο και το 1961 από την American Express στη Νέα Υόρκη. Το 1962… … Dictionary of Greek
Κούπερ, Λίον — (Leon Cooper, Νέα Υόρκη 1930 –). Αμερικανός φυσικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, από το οποίο έλαβε το πτυχίο του το 1951, μεταπτυχιακό τίτλο το 1953 και διδακτορικό τίτλο το 1954. Το ίδιο έτος έγινε… … Dictionary of Greek
Μάνος, Στέφανος — (Αθήνα 1939 –). Πολιτικός, μηχανολόγος μηχανικός. Κατάγεται από την Αρκαδία. Ήταν γιος του γιατρού Αλέξανδρου Μάνου, διευθυντή της χειρουργικής κλινικής του νοσοκομείου Ευαγγελισμός (1945). Το 1963 αποφοίτησε από τη σχολή μηχανολόγων μηχανικών… … Dictionary of Greek
Μπους, Τζορτζ Γουόκερ, ο νεότερος — (George Walker Bush, Jr., Νιου Χέιβεν, Κονέκτικατ ΗΠΑ 1946 –). Αμερικανός πολιτικός, 43ος πρόεδρος των ΗΠΑ (2000 ), γιος του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους (βλ. λ.). Σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων στα πανεπιστήμια Γέιλ και Χάρβαρντ. Αρχικά… … Dictionary of Greek